- συναγυρτος
- συνάγυρτοςσυν-άγυρτος2(ᾰ) собранный
ὕδωρ συνάγυρτον Plat. — собранная (дождевая) вода
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὕδωρ συνάγυρτον Plat. — собранная (дождевая) вода
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συναγυρτός — όν, Α αυτός που προέρχεται από συνάθροιση («συναγυρτὸν ὕδωρ» το νερό που συλλέγεται από ρυάκια, οχετούς και με άλλους τρόπους, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + συνεσταλμ. βαθμίδα αγυρ τού ἀγείρω* + κατάλ. τός*] … Dictionary of Greek
συναγυρτόν — συναγυρτός collected masc/fem acc sg συναγυρτός collected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)